- επιφαινόμενο
- το1. φαινόμενο που επακολουθεί σε κάποια κατάσταση.2. σύμπτωμα ή υπόλειμμα αρρώστιας το οποίο δεν εκδηλώνεται πάντοτε σταθερά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιφαινόμενο — το (ουδ. τής μτχ. ενεστ. τού επιφαίνομαι, ως ουσ.) 1. το φαινόμενο που συνοδεύει ή επακολουθεί σε μια κατάσταση, το εξωτερικό και δευτερεύον σε σημασία φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται από το κυρίως φαινόμενο που συγκεντρώνει το κύριο ενδιαφέρον 2 … Dictionary of Greek
επιφαινομενολογία — η βλ. επιφαινομενοκρατία, επιφαινομενισμός, επιφαινόμενο … Dictionary of Greek